Το Τρολ του δάσους

Moody Green Forest in Norway

Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια μικρή καλύβα στη μέση του δάσους με τα πανύψηλα δέντρα. Λυγερόκορμες σημύδες, βαθυπράσινες φτελιές, θεόρατες βελανιδιές, λεύκες και φουντουκιές, άφησαν πάνω μου τα σημάδια τους. Μικρές χαρακιές ή βαθιές πληγές κάθε φορά που σκαρφάλωνα στους κορμούς τους για να δω τον κόσμο από ψηλά. Το αγαπώ το δάσος, για τη μελαγχολική του δύναμη, για τον σεβασμό που απαιτεί χωρίς ποτέ να τον έχει ζητήσει. 

Έτσι περνούσαμε τις μέρες μας με τα αδέλφια μου. Σκαρφαλώνοντας στα δέντρα και ψάχνοντας να βρούμε κάποιον περαστικό ταξιδιώτη που θα μας λυπόταν και θα μας έδινε λίγα χρήματα ή κάνα κομμάτι ψωμί. Γνωρίζαμε όλα τα μονοπάτια και όλα τα περάσματα μέσα στο δάσος μέχρι και χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μας. Άλλωστε αυτή ήταν η δουλειά μας.

Κάθε πρωί, η μητέρα μας έλεγε να βγούμε έξω και να μην γυρίσουμε αν δεν φέρουμε κάτι που να βοηθάει στο σπίτι. Γι’ αυτό και κυνηγούσαμε τους ταξιδιώτες. Έναν να βρίσκαμε και να μας έδινε κάτι, είχαμε την υπόλοιπη μέρα στη διάθεσή μας για να παίξουμε. Αλλιώς, θα έπρεπε να βρούμε και να κουβαλήσουμε αρκετά ξύλα για τη φωτιά όλο το βράδυ.

Ο πατέρας πάλι, δεν ενδιαφερόταν για τα καθημερινά. Μας παρότρυνε να ψάξουμε να βρούμε το μονόφθαλμο Τρολ και αν του κλέψουμε το μάτι για να κάνουμε την τύχη μας και να ξεφύγουμε από το δάσος. Πόσο τρομακτικό ακουγόταν αυτό, στα παιδικά μας αυτιά. Πώς θα μπορούσαμε εμείς, τρία μικρά παιδιά να πάρουμε το μάτι – το ένα και μοναδικό μάτι – από το θεόρατο Τρολ; Και μόνο στην ιδέα, ο τρόμος διαπερνούσε τη ραχοκοκαλιά μας.

Έτσι, λοιπόν περνούσαμε τις μέρες μας. Φεύγοντας από το σπίτι πηγαίναμε κατευθείαν κοντά στα μονοπάτια των ταξιδευτών περιμένοντας μπας και περάσει κάποιος. Καθόμασταν στις ρίζες κάποιου δέντρου με λαχτάρα κοιτάζαμε τους δυνατούς κορμούς τριγύρω μας, οι οποίοι έμοιαζαν ακόμη μεγαλύτεροι όταν τους κοιτάζαμε από χαμηλά. Και από κει, από πολύ χαμηλά, χαράζαμε την πορεία με τη ματιά μας. Κάναμε τους υπολογισμούς, από που θα κρατηθούμε και που θα πατήσουμε, και μετά, σκαρφαλώναμε στα γερά, μπλεγμένα κλαδιά, μέχρι που φτάναμε ψηλά στις κορυφές των δέντρων. Στις ταλαντευόμενες κορυφές που θροΐζαν εκεί ψηλά, στον γαλάζιο ουρανό.

Όταν ο ήλιος έδυε, μια εκκωφαντική σιωπή στοίχειωνε ξαφνικά το δάσος. Μια παράξενη μείξη από απομόνωση, γαλήνη και μοναξιά απλώνονταν όπως η ομίχλη. Στην αρχή πάνω από τα δέντρα και αργά, βυθιζόταν μέχρι τις ρίζες τους. Ήταν η ώρα που προχωρούσαμε βαθιά μέσα στο δάσος. Αφού θέλαμε να βρούμε το μεγάλο Τρολ, έπρεπε να απομακρυνθούμε από τις ασφαλείς περιοχές των καταγραμμένων στους χάρτες μονοπατιών.

Εκεί, στην καρδιά του δάσους, εκεί που ακόμη και τα δέντρα δεν τολμούσαν ούτε να αναπνεύσουν για να μην ταράξουν την ησυχία του, εκεί που ακόμη και η σιωπή βρισκόταν σε αναμονή, εκεί, οι καρδιές μας άρχιζαν να χτυπάνε σα τρελές. Περιμέναμε, θέλαμε, παρακαλούσαμε και ικετεύαμε για μπελάδες, για άγριες περιπέτειες και συναρπαστικές εμπειρίες.

Ώσπου ένα βράδυ, ένα βράδυ που ήταν πιο σιωπηλό από κάθε άλλη φορά, ένα άψυχο βράδυ, το δάσος μας έδωσε την περιπέτεια που αναζητούσαμε.

Μια κίνηση καταλάβαμε στην αρχή· μια αμυδρή κίνηση μέσα σε ένα νεκρό τοπίο. Ένας τεράστιος ίσκιος που νομίζαμε ότι ήταν ένας θεόρατος βράχος, ένας υψιτενής, σκοτεινός όγκος άρχισε να έρχεται προς το μέρος μας. Και τότε καταλάβαμε. Βρισκόμασταν μπροστά στο Τρολ του δάσους. Το ένα και μοναδικό του μάτι στο μέτωπό του ήταν φωτεινό και γυαλιστερό. Ποιος θα πίστευε ποτέ, ότι το άσχημο Τρολ του Δάσους, θα είχε ένα τόσο όμορφο μάτι. Κι ενώ βλέπαμε τον μεγαλύτερό μας φόβο να αντανακλάται πάνω του, και ενώ και τα πόδια μας ήθελαν να τρέξουν γρήγορα μακριά του, μια απόκοσμη έλξη μας μαγνήτιζε και στεκόμασταν μαγεμένοι μπροστά του με μάτια και στόματα ορθάνοιχτα · ό,τι απαίτησαν ποτέ οι παιδικές μας φαντασιώσεις, ήταν ακριβώς εκεί, μπροστά μας και περίμενε την αντίδρασή μας.

Το δάσος είχε ξαφνικά μεταμορφωθεί σε σκηνικό τρόμου κι εμείς αντί να τρομοκρατηθούμε και να λουφάξουμε σε μια γωνιά μήπως και περάσει το Τρολ χωρίς να μας καταλάβει, αποφασίσαμε να βγούμε μπροστά και να το αντιμετωπίσουμε. Πόσο μικροί και ανόητοι ήμασταν που σκεφτήκαμε ότι μπορούμε να αναμετρηθούμε με το μεγάλο Τρολ και να κλέψουμε ό,τι πιο πολύτιμο είχε.

Τότε είδαμε ότι πίσω από το μεγάλο Τρολ με το λαμπερό μάτι, ήταν κι άλλο ένα Τρολ. Και πίσω από αυτό, άλλο ένα. Μια σειρά από τρία τεράστια Τρολ που τα κεφάλια τους έφταναν πολύ ψηλά, πιο ψηλά και από τις κορυφές των δέντρων. Όμως, μόνο το πρώτο Τρολ είχε μάτι. Τα άλλα δύο είχαν από μια άδεια τρύπα στο μέτωπό τους. Ένα-ένα, με τη σειρά, έπαιρναν το μάτι και το τοποθετούσαν μέσα στη τρύπα, κοιτούσαν τριγύρω και στη συνέχεια το έδιναν στο επόμενο. Όποιο ήταν μπροστά κάθε φορά, έβαζε το μάτι στο μέτωπό του και τα άλλα δύο από πίσω, το ακολουθούσαν πιστά. Τρία κακάσχημα, τεράστια Τρολ μοιραζόταν ένα πανέμορφο, αστραποβόλο, πολύτιμο μάτι.

«Τρέξτε», φώναξε ξαφνικά ο μεγάλος μας αδελφός «αλλά μη φύγετε μακριά. Αφού έχουν το μάτι τους στο μέτωπο, δεν θα μας δουν εδώ κάτω». Άρπαξα από το χέρι τον μικρό μας αδελφό και αρχίσαμε να τρέχουμε. Οι χαμηλές φτέρες σείστηκαν και το πρώτο Τρολ, που φορούσε το μάτι, κοίταξε προς τα κάτω και μας εντόπισε ανάμεσα στους θάμνους. Με αργές, βαριές κινήσεις άρχισε να μας κυνηγά ενώ τα άλλα δυο Τρολ το ακολουθούσαν τυφλά.

Τότε, ο μεγάλος και γενναίος αδελφός μας πήγε πίσω τους και έμπηξε ένα μυτερό ξύλο στον αστράγαλο του τελευταίου Τρολ. Εκείνο σπάραξε από τον πόνο και κραύγασε δυνατά. Το πρώτο Τρολ τρόμαξε από την δυνατή κραυγή και όπως αναπήδησε από την τρομάρα του, του έφυγε το μάτι από το μέτωπο και κατρακύλησε πάνω στο μαλλιαρό του κορμί κι έπεσε ακριβώς δίπλα μας.

Τι πελώρια τύχη ήταν αυτή! Όμως, ήταν πολύ μεγάλο για να το κουβαλήσω μόνος μου και τα μικρά χέρια του αδελφού μου δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν. Χωρίς πολλή σκέψη, αρχίσαμε να το κυλάμε γρήγορα μακριά από τα Τρολ. Ίσα που προλάβαμε να ξεφύγουμε όταν έσκυψε και με το χέρι του ψαχούλευε τριγύρω να βρει το μάτι του. Τρομοκρατήθηκα πολύ γιατί το μάτι έλαμπε και όπου κι αν το πηγαίναμε μέσα στη σκοτεινή νύχτα, φώτιζε τον τόπο ολόγυρα σαν να ήταν μέρα. Ευτυχώς που τα Τρολ ήταν όλα τυφλά γιατί δεν θα μπορούσαμε να κρύψουμε πουθενά αυτό το στραφταλιστό μάτι.

Όταν τα Τρολ κατάλαβαν ότι έχασαν το μάτι και ότι είχε τραυματιστεί ένα από αυτά, άρχισαν να απειλούν ότι θα μας έβρισκε μεγάλο κακό, αν δεν τους το επιστρέφαμε αμέσως. Όμως ο γενναίος μεγάλος αδελφός μας τους είπε, «Δεν σας φοβάμαι Τρολ. Εγώ έχω τρία μάτια ενώ εσείς οι τρεις δεν έχετε κανένα». Εκείνα τότε, ούρλιαξαν από τον θυμό τους και είπαν, «Αν δεν πάρουμε το μάτι μας πίσω αυτή τη στιγμή, θα γίνεις ξύλο και πέτρα!»

Ο αδελφός μας επέμεινε ότι δεν φοβόταν τις απειλές τους και ότι αν δεν έφευγαν αμέσως, θα κάρφωνε ξύλα σε όλα τους τα πόδια και θα τους άφηνε να σέρνονται στο έδαφος σαν ερπετά. Όταν το άκουσαν αυτό τα Τρολ, αλάφιασαν και άρχισαν να τον καλοπιάνουν. Του υποσχέθηκαν πολύτιμα πράγματα και μεγάλες τιμές. Του υποσχέθηκαν ότι, αν τους έδινε πίσω το μάτι, θα του έδιναν χρυσό και ασήμι και ό,τι άλλο ζητούσε.

Τότε ο αδελφός μας τους είπε ότι θα τους έδινε το μάτι αν του έδιναν πρώτα έναν κουβά χρυσό, έναν κουβά ασήμι και τρία ατσάλινα τόξα. Τα Τρολ διαμαρτυρήθηκαν και είπαν ότι κανένας τους δεν θα μπορούσε να βρει το δρόμο για το σπίτι τους χωρίς το μάτι και ότι θα έπρεπε πρώτα να τους δώσει το μάτι και μετά να περιμένει για τα ανταλλάγματα. Ο αδελφός μας δεν δέχθηκε και προσποιήθηκε ότι φεύγει με το μάτι.

Τότε ένα από τα Τρολ άρχισε να φωνάζει δυνατά. Καλούσε τη γυναίκα τους, μια θεόρατη Τρολκόνα ―απ’ ότι καταλάβαμε, και οι τρεις είχαν μία γυναίκα, η οποία είχε δικό της μάτι που δεν το μοιραζόταν με κανέναν. Μετά από λίγο, μια γυναίκεια φωνή από έναν μακρινό λόφο στα βόρεια, ρώτησε τι θέλουν και τη φωνάζουν. Ένα από τα Τρολ της ζήτησε να τους φέρει τρία ατσάλινα τόξα και δύο κουβάδες γεμάτους χρυσό και ασήμι.

Πράγματι, δεν άργησε να έρθει η Τρολκόνα. Όταν όμως άκουσε τι έγινε, άρχισε κι εκείνη να μας απειλεί με μάγια και ξόρκια. Όμως, τα Τρολ ήταν τόσο τρομοκρατημένα και της είπαν να μην φέρει άλλες αντιρρήσεις και να είναι πολύ  προσεκτική γιατί άμα της επιτεθεί το ατρόμητο αγόρι θα της πάρει και το δικό της μάτι. Η Τρολκόνα δεν θέλησε να το ρισκάρει κι έτσι, άφησε τους κουβάδες με το χρυσό και το ασήμι και τα τρία ατσάλινα τόξα και έφυγε από το ίδιο μονοπάτι. Τότε εγώ, έδωσα μια δυνατή κλωτσιά στο μάτι και αυτό κύλησε προς το πληγωμένο Τρολ. Μέχρι να σκύψει, να ψαχουλέψει να βρει το μάτι και να το τοποθετήσει στο κούτελό του, εμείς – τα τρία φτωχά αδέλφια – είχαμε πάρει τους κουβάδες και τα τόξα μας και τρέχαμε μακριά.

Από τότε, κανείς δεν ξαναείδε Τρολ στο δάσος μας.

Picture of Σοφία Μότσια

Σοφία Μότσια

MA Creative Writing, BA Theatre studies

Facebook
Twitter
LinkedIn
Pinterest
WhatsApp

Εγγραφείτε στο newsletter