Μια φορά κι έναν καιρό, στους λόφους της Tara, στις απόκρημνες ακτές της Κελτικής θάλασσας, ζούσε ο ύπατος βασιλιάς της Ιρλανδίας. Όταν το βασίλειό του απειλήθηκε από επικίνδυνους εχθρούς και ανελέητους κατακτητές, αποφάσισε να φτιάξει έναν στρατό με τους καλύτερους πολεμιστές του λαού του, τον στρατό των Fianna. Για αρχηγό, όρισε τον πιο δυνατό απ’ όλους, τον Cumhall mac Trenmhoir. Ο Cumhall, εκτός από ατρόμητος πολεμιστής ήταν και ξεχωριστός άνθρωπος και είχε πάντα την αμέριστη εύνοια του βασιλιά. Για όλες αυτές οι αρετές του, οι υπόλοιποι στρατιώτες τον ζήλεψαν τόσο πολύ που συνωμότησαν εναντίον του και τον σκότωσαν.
Η γυναίκα του Cumhall φοβήθηκε ότι θα σκότωναν και τον γιο τους, τον μικρό Fionn κι έτσι αποφάσισε να τον κρύψει κάπου μακριά για να μην τον βρει κανείς. Άφησε λοιπόν το σπίτι της και με το μικρό γιο της αγκαλιά, ξεκίνησε ένα μεγάλο και δύσκολο ταξίδι προς τα βουνά Sliabh Bloom Mountains, όπου ζούσαν δύο γυναίκες, μια πολεμίστρια και μία Δρυΐδη. Αφού έψαξε πολύ για να τις βρει, τους ζήτησε να κρατήσουν τον γιό της, να τον φροντίσουν και να τον διδάξουν ό,τι γνωρίζουν έτσι ώστε όταν μεγαλώσει να γίνει ικανός πολεμιστής σαν τον πατέρα του και να διοικήσει τον στρατό των Fianna. Οι δυο γυναίκες, Bobdal και Fiacal συμφώνησαν να αναθρέψουν τον μικρό Fionn. Της είπαν μάλιστα, ότι θα του αλλάξουν το όνομα και θα τον φωνάζουν Demne για να μην καταλάβει κανείς την πραγματική του ταυτότητα και ότι θα τον κρύψουν σε ένα τόσο ασφαλές μέρος που ούτε η ίδια δεν θα μπορεί να τον βρει.
Η μητέρα του Fionn πόνεσε πολύ από τα λόγια τους μα πιο πολύ από τη σκέψη ότι μπορεί να μην ξανάβλεπε ποτέ τον γιο της. Ήξερε όμως ότι ήταν μια θυσία που έπρεπε να κάνει αν ήθελε να είναι ασφαλής.
Οι δυο γυναίκες κράτησαν τον λόγο τους και έμαθαν στον Demne ό,τι χρειαζόταν για να γίνει ένας σπουδαίος πολεμιστής. Του έμαθαν στρατηγικές τεχνικές κι έτσι ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει μόνο με το σπαθί του μια στρατιά αντιπάλων. Επίσης, του έμαθαν μαγικά ξόρκια για να μπορεί να νικά τους εχθρούς του αλλά και πώς να επιβιώνει στη φύση και να βρίσκει την τροφή που χρειάζεται.
Όμως, δεν θα λογαριάζονταν ολοκληρωμένος πολεμιστής αν δεν μάθαινε και την τέχνη της ποίησης. Έτσι, η Bobdal και η Fiacal του έμαθαν όλα όσα γνώριζαν, τον έστειλαν να μαθητεύσει κοντά στον μεγάλο ποιητή Finneigeas.
Ο Finneigeas ζούσε σε ένα σπίτι που είχε φτιάξει ο ίδιος στις όχθες του ποταμού Boyne για να μπορεί να ψαρεύει καθημερινά. Υπήρχε ένας μύθος τότε, ότι σε αυτό το ποτάμι, ζούσε «ο σολομός της γνώσης» και ότι όποιος έπιανε το ψάρι και το έτρωγε θα κατακτούσε αυτομάτως και όλη τη γνώση του κόσμου.
Μια μέρα που ο Finneigeas ψάρευε στην ποταμολίμνη με το καμάκι του, άρχισε ξαφνικά να φωνάζει στον Demne, «Έλα γρήγορα! Επιτέλους έπιασα τον σολομό της γνώσης!». Ο Demne αμέσως σταμάτησε ό,τι έκανε και έτρεξε να βοηθήσει τον δάσκαλό του. Κάτω από τις αυστηρές οδηγίες του Finneigeas, ο Demne άναψε φωτιά και ξεκίνησε να ψήνει το πολυπόθητο ψάρι.
Ο γέρο-δάσκαλος, πρόσταξε τον Demne να είναι πολύ προσεκτικός όση ώρα έψηνε το ψάρι και να μην το αγγίξει με το στόμα του. Του υπενθύμισε πόσα χρόνια περίμενε αυτή τη στιγμή και ότι δικαιωματικά, το ψάρι ανήκει σε κείνον.
Πράγματι, ο Demne έψηνε το ψάρι πολύ προσεκτικά μέχρι που χρειάστηκε να το γυρίσει από την άλλη πλευρά. Το καυτό δέρμα του ψαριού του έκαψε τον αντίχειρα και τότε, με μια μηχανική κίνηση έβαλε το δάχτυλο στο στόμα του για να σταματήσει τον πόνο.
Όταν ο Demne πήγε το ψάρι στον Finneigeas, ο σοφός ποιητής παρατήρησε αμέσως ότι το αγόρι είχε αλλάξει. Διέκρινε ότι δεν ήταν πια ο νεαρός μαθητευόμενός του. Τα μάτια του είχαν γεμίσει σοφία.
«Έφαγες από τον σολομό μου;» ρώτησε ο Finneigeas. «Όχι! Ούτε που τον άγγιξα» είπε αυθόρμητα ο Demne και τότε θυμήθηκε ότι είχε κάψει τον αντίχειρά του και τον έβαλε στο στόμα του.
Ο Finneigeas κατάλαβε…
«Ποιο είναι το αληθινό σου όνομα νεαρέ;» τον ρώτησε.
«Η μητέρα μου με φώναζε Fionn, είμαι γιός του Cumhall» απάντησε, «αλλά γιατί ρωτάς;»
«Δεν έχω τίποτα παραπάνω να σε διδάξω Fionn mac Cumhaill. Πρέπει να πας στον βασιλιά και να πάρεις τη θέση του πατέρα σου σαν αρχηγός των Fianna. Αυτό είναι το πεπρωμένο σου.»
Ο Finneigeas ήταν πολύ λυπημένος γιατί δεν είχε καταφέρει να κάνει δική του τη σοφία του σολομού της γνώσης. Ήξερε ότι δεν θα ήταν ποτέ ο σοφότερος άνθρωπος στην Ιρλανδία, αλλά ήταν ευτυχής για τον μαθητή του. Ο Fionn ευχαρίστησε τον Finneigeas για όλα όσα του έμαθε και ξεκίνησε να βρει το πεπρωμένο του στους λόφους της Τάρα.
Από κείνη τη μέρα και μετά ο Fionn, όποτε αναρωτιόταν για κάτι, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βάλει τον αντίχειρα στο στόμα του για μια στιγμή και όλα του αποκαλύπτονταν. Ο Fionn έγινε ο ηγέτης των Fianna και ο πιο ατρόμητος πολεμιστής που γνώρισε ποτέ η Ιρλανδία.
“Fionn MacCumhail and The Salmon of Knowledge”