Ο χορός των Ξωτικών

Fairy Ring

Τριγυρνούσε, συνεχώς, με τη φωτογραφική της μηχανή απαθανατίζοντας τοπία, ανθρώπους και στιγμές της καθημερινότητας. Τις βροχερές μέρες που δε μπορούσε να βγει βόλτα, μεταφόρτωνε τις φωτογραφίες στον υπολογιστή και τις κοίταζε ξανά και ξανά ανακαλύπτοντας λεπτομέρειες που δεν είχε προσέξει πριν. Θεωρούσε, ότι μέσα από τις φωτογραφίες μπορούσε να γνωρίσει καλύτερα τον τόπο και τους ανθρώπους του.

Για τους περιπάτους της είχε πολλές διαφορετικές διαδρομές. Μερικές περιελάμβαναν και το κέντρο της μικρής πόλης. Αυτές, τις επέλεγε κάθε Παρασκευή που έκανε τα ψώνια για το σπίτι. Ένας περίπατος κατέληγε στο σούπερ μάρκετ, ενώ ένας άλλος περνούσε μέσα από την υπαίθρια αγορά. Άλλος πάλι οδηγούσε στη φάρμα από την οποία προμηθεύονταν φρέσκα αυγά. Όπου κι αν πήγαινε όμως, είχε πάντα μαζί της τη φωτογραφική μηχανή.

Όταν ήθελε να ηρεμήσει, να μείνει μόνη ή να σκεφτεί, διάλεγε άλλες διαδρομές, στη φύση. Της άρεσε να περπατά δίπλα στο ποτάμι ή γύρω από τη μικρή λίμνη του διπλανού χωριού, γιατί έβρισκε πολλά θέματα για φωτογράφηση. Όμως, η πιο αγαπημένη της διαδρομή ήταν στο δάσος πίσω από το σπίτι της. Δεν το φοβόταν το δάσος όπως άλλοι άνθρωποι που δεν τολμούσαν να κάνουν την ίδια διαδρομή μόνοι τους. Από μικρή άλλωστε, αγαπούσε πολύ τα δέντρα. Πίστευε ότι είναι εξελιγμένες οντότητες, χωρίς πεποιθήσεις και εγώ. Ανώτερες υπάρξεις που έχουν καταφέρει να βρίσκονται σε αυτόν τον κόσμο σαν παρατηρητές και με πλήθος ιδιότητες και δυνατότητες που ούτε να τις φανταστούμε δεν μπορούμε εμείς οι άνθρωποι. Συχνά, στη βόλτα της, θα την έβλεπες να πλησιάζει ένα δέντρο, να το αγκαλιάζει και να του ψιθυρίζει. Θα έλεγε κανείς ότι του έλεγε κάποιο μυστικό ή ότι αντλούσε από το δέντρο κάποια σημαντική πληροφορία. Περπατούσε στα μονοπάτια του δάσους και χαμογελούσε, και κοντοστέκονταν εδώ κι εκεί, σαν να βρισκόταν ανάμεσα σε φίλους.

Όταν είχε πρωτοέρθει στην περιοχή, πριν από πέντε χρόνια περίπου, είχε ακούσει ένα τοπικό μύθο για ένα μέρος μέσα στο δάσος όπου εμφανίζονται νεράιδες. Συγκεκριμένα, το παραμύθι μιλούσε για ένα δέντρο-πέρασμα, από τα κλαδιά του οποίου, νεράιδες και ξωτικά έρχονται στον κόσμο μας και επιστρέφουν στον δικό τους όποτε θελήσουν. Μια δεντρομηχανή χρόνου και τόπου, δηλαδή. Στην προσπάθειά της να εντοπίσει αυτό το δέντρο, είχε ανακαλύψει αυτή τη διαδρομή. Από τότε, κάθε φορά που περνούσε από εκεί χαιρετούσε τραγουδιστά,

«Γεια σας νεράιδες, γεια σας ξωτικά, σε ποιόν κόσμο είσαστε τώρα;
Γεια σας νεράιδες, γεια σας ξωτικά, πότε θα μου πείτε τις ιστορίες σας;
Γεια σας νεράιδες, γεια σας ξωτικά, ελπίζω μια μέρα να κάνουμε παρέα!»

και συνέχιζε τη βόλτα της.

Το Σάββατο πριν εξαφανιστεί, έβρεχε καταρρακτωδώς. Έτσι, δεν μπόρεσε να βγει καθόλου από το σπίτι ούτε καν για να αγοράσει την εβδομαδιαία εφημερίδα της περιοχής, όπως συνήθιζε. Κοιτούσε από το παράθυρο μήπως και βρει κάποιο κενό στη δυνατή βροχή· λίγο μπλε ανάμεσα στα βαριά σύννεφα αλλά, τίποτα. Ήταν πολύ σκοτεινή μέρα, τρομαχτική. Έτσι, έμεινε στο σπίτι κοιτώντας τις φωτογραφίες της. Ήταν μια καλή ευκαιρία να αδειάσει την κάρτα μνήμης από την φωτογραφική της μηχανή που είχε σχεδόν γεμίσει.
Η επόμενη μέρα, εκείνη η Κυριακή, είχε ξημερώσει ηλιόλουστη και ζεστή. Καλοκαίρι ήταν, Ιούνης. Ετοιμάστηκε γρήγορα και βγήκε από το σπίτι. Ντύθηκε ελαφρά γιατί είχε σκοπό να περπατήσει πολύ αλλά φόρεσε τις γαλότσες της γιατί σίγουρα θα είχε λάσπες μετά τη χθεσινή καταιγίδα. Έριξε και ένα ελαφρύ αδιάβροχο πάνω της και ξεκίνησε για τη διαδρομή πίσω από το σπίτι, στο δάσος.
Τα δέντρα έσταζαν ακόμη από τη βροχή και μικρές σταγόνες έπεφταν πάνω της συνέχεια. Με κάθε σταγόνα εκείνη χαμογελούσε και έλεγε στα δέντρα,

«Το ήξερα ότι θα με πειράζατε σήμερα που κρατάτε στα χέρια σας νερό!»

…και προχωρούσε με ανάλαφρο βήμα μέσα στο δάσος.
Φτάνοντας στο δέντρο των νεράιδων, είδε κάτι που της τράβηξε την προσοχή. Μια συστάδα από μανιτάρια σχημάτιζαν έναν μεγάλο κύκλο ακριβώς κάτω από το δέντρο. Δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Σήκωσε τη φωτογραφική της μηχανή και τράβηξε μερικές φωτογραφίες. Μετά, θυμήθηκε ότι είχε διαβάσει σ’ ένα βιβλίο με κελτικούς μύθους για το «fairy ring», ένα δαχτυλίδι από μανιτάρια που σχηματίζεται ξαφνικά, μέσα σε ένα βράδυ και δηλώνει την ύπαρξη ενός υπόγειου χωριού νεράιδων, ξωτικών, μαγισσών και άλλων όντων που κάποιες φορές μπορεί να είναι επικίνδυνα. Έλεγε μάλιστα ο μύθος, ότι αν κοιτάξεις προσεκτικά, στα καπέλα των μανιταριών θα δεις ξωτικά να κάθονται και να τα χρησιμοποιούν σαν τραπέζια για τα γλέντια τους. Γονάτισε έξω από τον κύκλο, πλησίασε με τη φωτογραφική μηχανή ένα από τα μανιτάρια, σχεδόν σίγουρη ότι θα απαθανατίσει κάποιο από τα ξωτικά. Τίποτα…

Ήρθε στον νου της το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, του Σαίξπηρ όπου σε μία σκηνή τα ξωτικά τραγουδάνε,

Περνάω λόφους, περνάω λαγκάδια,
μέσα από θάμνους κι αγριοτριανταφυλλιές,
περνάω κάμπους ανοιχτούς και χτήματα περιφραγμένα,
μέσα από χείμαρρους και μέσα από φωτιές.
Τριγυρνάω εδώ κι εκεί, παντού γυρνάω,
πιο γρήγορα κι από τη σφαίρα του φεγγαριού.

Και υπηρετώ τη Βασίλισσα των Ξωτικών:
στρώνω δροσοσταλίδες να περάσει.
Πασχαλίτσες έχει για φρουρούς
με χρυσόσκονη ντυμένες,
με ρουμπίνια κι ευωδιές
κι άλλα δώρα που χαρίζουν οι νεράιδες.

Τώρα πάω να βρω δροσοσταλίδες, να κρεμάσω
ένα μαργαριτάρι σε καθενός φρουρού τ’ αυτί·
γεια σου, διαβολάκο, πρέπει να φύγω:
η βασίλισσα και η ακολουθία της φτάνουν σε λίγο[1].

Έμεινε αρκετή ώρα εκεί προσπαθώντας να θυμηθεί περισσότερες λεπτομέρειες από τον μύθο. Θυμήθηκε ότι τα ξωτικά σχηματίζουν αυτόν τον κύκλο για να χορέψουν οι νεράιδες και κανείς άνθρωπος δεν πρέπει να διακόψει τη διασκέδασή τους. Αν δε, κάποιος μπει μέσα στον κύκλο, θα γίνει αόρατος και θα αναγκαστεί να χορεύει με τα μαγικά πλάσματα χωρίς σταματημό, μέχρι να τρελαθεί ή να καταρρεύσει από την εξάντληση. Μια παραλλαγή του μύθου όμως, έλεγε ότι δεν είναι τα όντα που κάνουν τον χορό των ξωτικών επικίνδυνο αλλά η φύση του κόσμου τους.

Εκεί, δεν υπάρχει χρόνος.

Έτσι, αν ένας άνθρωπος που γνωρίζει τον χρόνο σα δεδομένο και ζει με βάση αυτόν, χορέψει με τα ξωτικά στον νεραϊδοχώρο για λίγα λεπτά, θα είναι σα να χορεύει μέρες ή και εβδομάδες. Λίγοι έχουν καταφέρει να βγουν ζωντανοί από ένα τέτοιο γλέντι.

Τις σκέψεις της διέκοψαν μακρινοί ήχοι από κουδουνάκια. Στάθηκε για λίγο ακίνητη και αφουγκράστηκε. Να ήταν αλήθεια άραγε ή ήταν επηρεασμένη από τις μαρτυρίες ανθρώπων που εδώ και χιλιάδες χρόνια λένε ότι ακούνε χαρούμενες φωνές και γέλια να έρχονται από τους κύκλους των ξωτικών; Αποφάσισε να το διαπιστώσει μόνη της. Με μια γρήγορη απόφαση κι ένα μικρό βήμα, βρέθηκε ξαφνικά μέσα στον κύκλο των μανιταριών.

Δεν την ξαναείδε κανείς. Λίγες μέρες αργότερα και ενώ ο κύκλος των μανιταριών είχε εξαφανιστεί, ένας περαστικός βρήκε μια φωτογραφική μηχανή ανάμεσα στα χόρτα. Μέσα, είχε τη φωτογραφία που βλέπεις επάνω.

 


[1] Shakespeare, W. Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, Κέδρος, 2000, μτφ. Ερρίκος Μπελιές, (σελ. 25-26)


Περισσότερους μύθους από όλον τον κόσμο μπορείς να βρεις εδώ.

Picture of Σοφία Μότσια

Σοφία Μότσια

MA Creative Writing, BA Theatre studies

Facebook
Twitter
LinkedIn
Pinterest
WhatsApp

Εγγραφείτε στο newsletter